Το χρονικό του Κόκκινου Βαρώνου – ο βίος και η πολιτεία του Michael Schumacher στα 10 χρόνια παρουσίας του στο Maranello: τα πρωταθλήματα, οι νίκες, οι καλές και όχι τόσο καλές στιγμές.
(1995-96) – (1997-99) – (2000-01) – (2002-04) – (2005-06) – (1996-2006)
1996-2006
O Schumacher είχε την πιο καθαρή κατανόηση του τι χρειάζεται για να νικήσεις από οποιονδήποτε άλλο οδηγό, και πιθανότατα οποιονδήποτε άλλο αθλητή στην ιστορία. Τράβηξε στο όριο τους κανόνες του σπορ και κάποιες φορές τους ξεπέρασε, και για αυτό είναι μια τόσο αμφιλεγόμενη φιγούρα. Αλλά είναι θεμελιωδώς ένας απόλυτος οδηγός, και έτσι πρέπει να τον θυμόμαστε
- James Allen, από το βιβλίο “Michael Schumacher – The Edge of Greatness”
Λίγες καριέρες στον μαγικό κόσμο της F1 έχουν αποτελέσει τόσο μεγάλο σημείο τριβής όσο του πολυνίκη Γερμανού. Από την μια, τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους: 91 νίκες, 7 πρωταθλήματα, 68 poles: όταν αποσύρθηκε από την F1, σχεδόν κάθε ρεκόρ – και σίγουρα κάθε σημαντικό – είχε το όνομα του από δίπλα. Αλλά και πέρα από αυτά, χρεώνεται σε μεγάλο βαθμό την αναγέννηση της Ferrari μετά από δεκαετίες μακριά από τους τίτλους, τον επαναπροσδιορισμό (ειδικά στο θέμα του fitness) ενός οδηγού Formula 1, όπως και την αύξηση των μέτρων ασφαλείας στην οποία υπήρξε καταλύτης ως πρόεδρος της GPDA (ένωσης οδηγών F1).
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την τεράστια δημοτικότητα του παγκοσμίως, την σύνδεση του ονόματος του με την πιο διάσημη ομάδα της F1 και φυσικά τις τεράστιες επιτυχίες του εντός πίστας, τον κάνουν έναν από τους καλύτερους οδηγούς όλων των εποχών – και σίγουρα από τους πιο αγαπημένους.
Ευτυχώς ή δυστυχώς όμως, η F1 (και η ζωή γενικά) δεν είναι μόνο άσπρο ή μαύρο, και ειδικά στην περίπτωσή μας. Σε όλη την διάρκεια της καριέρας του, οι “επίμαχες φάσεις” δεν ήταν ποτέ πολύ μακριά από τον Schumi: από τις πρώτες μέρες της καριέρας του, όταν (με εντολή Ecclestone) μεταπήδησε εν μια νυκτί από την Jordan στην Benetton, μέχρι την τελευταία του (στην Ferrari) χρονιά, όπου πάρκαρε κυριολεκτικά το μονοθέσιο του κατά την διάρκεια των κατατακτήριων δοκιμών στο Monaco για να αποτρέψει τους άλλους οδηγούς να ξεπεράσουν τον χρόνο του – “ο λόγος που μιλάμε για τον Schumacher και όχι για τον Senna ή τον Fangio που κάνανε τα ίδια, είναι η τηλεοπτική κάλυψη που υπάρχει” έλεγε ο Niki Lauda, αλλά η πραγματικότητα είναι λίγο πιο περίπλοκη – και διαφορετική – από αυτό.
Σίγουρα, τα περιστατικά είναι πολλά: από την Αδελαίδα όπου πήρε το πρώτο του πρωτάθλημα (αν και όλη η σεζόν του 1994 ήταν τουλάχιστον περίεργη) και την Jerez το 1997, μέχρι το Monaco που προαναφέραμε, οι καταστάσεις στις οποίες ο Schumacher έπρεπε να απολογηθεί ήταν αρκετές.

Το “έπρεπε να απολογηθεί” δεν σήμαινε πως απολογήθηκε, βέβαια. Με εξαίρεση την Jerez, δεν υπήρξε κάποια άλλη απολογία για αυτές τις πράξεις, γεγονός που σίγουρα έπαιξε ρόλο στην αντιμετώπιση του από τα media.
Μπορεί ιδιωτικά να ήταν διαφορετικά τα πράγματα (όπως γράφει στο βιβλίο του ο Ross Brawn “μετά από την σύγκρουση του με τον Villeneuve, ο Michael ήρθε στα pits και ούρλιαζε πως ο Καναδός τον έβγαλε έξω επίτηδες. Εγώ (σ.σ. ο Brawn) του απάντησα ήρεμα να δει πρώτα το replay που έδειχνε η τηλεόραση εκείνη την ώρα, και όταν το έκανε, είδα το πρόσωπο του να χλωμιάζει, έχοντας καταλάβει τι έκανε”) αλλά οι δημόσιες του απολογίες μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Φυσικά όμως και μια συγγνώμη δεν θα αρκούσε για αυτά: το “schumacher villeneuve crash 1997” παραμένει από τις πρώτες προτάσεις στο Youtube όταν ψάχνει κάποιος τον Γερμανό, ενώ είναι ίσως το απαύγασμα της “σκοτεινής πλευράς” του Schumacher: βλέποντας την ήττα κατάματα, προτίμησε μια ανήθικη νίκη από μια αξιοπρεπή ήττα. Το ίδιο (αν και σε μικρότερο βαθμό) έγινε και στην Αδελαΐδα το 1994, ιδιαίτερα όσον αφορά την νοοτροπία: για τον Schumacher, ο σκοπός πάντα αγίαζε τα μέσα.
Ομοίως και το 2006, όπου βρισκόμενος μπροστά στην εκκίνηση από την δεύτερη ή τρίτη σειρά του grid στο Μονακό, αποφάσισε απλά να σταματήσει στην τελευταία στροφή ενώπιον εκατομμυρίων θεατών, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες, και παίζοντας τον ανήξερο με κάποιες αστείες δικαιολογίες στην συνέντευξη τύπου.
Για την ιστορία, όταν ερωτήθηκε ιδιωτικά από τον Mark Webber μερικές εβδομάδες μετά γιατί το έκανε, απάντησε “Θα καταλάβεις και εσύ πως από ένα σημείο και μετά, δεν μπορείς να κάνεις πίσω.”
Χρόνια μετά, είναι πλέον φανερό πως η απουσία αθλητικού πνεύματος του Schumi (για να το θέσουμε κομψά) αποτέλεσε τροχοπέδη για την καθολική αποδοχή του από τον φίλαθλο κόσμο της F1. Δεν ήταν το μοναδικό (μεταξύ άλλων: ο κλειστός χαρακτήρας του, η απουσία ταπεραμέντου, η κυριαρχία της Ferrari), όμως αναφέρεται πιο συχνά από οποιοδήποτε άλλο. Ήταν μια πλήρως συνειδητή επιλογή από τον Γερμανό, ο οποίος ήταν “κλειστός” σε αντιπάλους, media και οπαδούς επειδή θεωρούσε πως θα το εκμεταλλεύονταν ως αδυναμία.
Μετά το τραγικό ατύχημα του το 2013, η κοινή γνώμη φαίνεται να “μαλακώνει” – δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο, το ίδιο (αν και σε σαφώς μεγαλύτερο βαθμό) είχε γίνει και με τον Ayrton Senna το 1994.
Δεν ξέρουμε αν είχε πραγματικά σκοπό να κάνει πράξη τις προτάσεις άλλων οδηγών, όπως του Bobby Unser (“κανένας δεν θυμάται τον δεύτερο, μόνο τον τύπο που τερμάτισε εκεί”) και φυσικά του Ayrton Senna (“Η νίκη είναι το πιο σημαντικό πράγμα – οτιδήποτε άλλο είναι απλά συνέπεια αυτού”), αλλά στο κυνήγι της νίκης με οποιοδήποτε τρόπο, θεμιτό ή αθέμιτο, ο Schumacher σίγουρα παίρνει άριστα.
Μπορεί κάποιοι αντίπαλοι του να έχουν πει μερικά πράγματα παραπάνω, αλλά δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν που δούλεψε με τον Michael και δεν είχε την καλύτερη γνώμη για αυτόν
- Ross Brawn
Αυτό το στοιχείο που τον χαρακτηρίζει δεν αποτελείται μόνο από τις μαύρες πτυχές του χαρακτήρα του – είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που είχε στην καριέρα του.
Από την διαμονή του στο σπίτι του Enzo Ferrari δίπλα στο Fiorano (για να μην χάνει χρόνο σε ξενοδοχεία) ενώ έτρεχε αμέτρητα χιλιόμετρα δοκιμάζοντας νέα μέρη του μονοθεσίου ανάμεσα στους αγώνες, το τρομαχτικό πρόγραμμα άθλησης-διατροφής στο οποίο μπήκε από την πρώτη του μέρα στην F1 (όπως είπε ο Gerhard Berger “οι άνθρωποι στην ομάδα μου μου λέγανε “δεν βλέπεις τον Michael πως προπονείται; Πρέπει και εσύ να κάνεις το ίδιο!”. Ποτέ δεν τον συγχώρησα!”) το οποίο πήγε την φυσική κατάσταση των οδηγών πολλά επίπεδα παραπάνω από το προηγούμενο (το oποίο είχε θέσει ο πρωτοπόρος Senna) μέχρι φυσικά το ομαδικό του πνεύμα – ήξερε όλα τα ονόματα των μηχανικών και των συζύγων τους, ενώ σύναπτε φιλικές σχέσεις με όλους μέσα στην ομάδα, ανεξάρτητα από το πόστο τους – το οποίο έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εκ βάθρων αναδιοργάνωση της Σκουντερία στα τέλη των 90’s: όλα αυτά αποτελούν φυσική προέκταση της δίψας του για την νίκη.
Ο Γερμανός “είχε μια μαγική ικανότητα να ωθεί τους πάντες στο 110% των δυνατοτήτων τους” σύμφωνα με τον James Allen – κυριολεκτικά για μια δεκαετία, η Ferrari ήταν κομμένη και ραμμένη για εκείνον και γύρω από αυτόν.
Αυτό δεν σημαίνει, όπως λένε πολλοί, πως ο Schumi κατάφερε να αναγεννήσει μόνος του την Scuderia, αφού από πίσω υπήρχε μια σειρά ικανότατων στελεχών εντός και εκτός πίστας. Ήταν το σημαντικότερο κομμάτι του πάζλ, αλλά σε καμία περίπτωση το μοναδικό.

Το μεγαλύτερο παράσημο του Michael Schumacher δεν αποτελούν οι 7 τίτλοι ή οι 91 νίκες, αλλά η απόφαση του το 1995 να αφήσει την Benetton, και αντί να πάει στην Williams ή την McLaren (ομάδες με καλά μονοθέσια οι οποίες είχαν το know how ενός πρωταθλητή) πήγε στην παραπαίουσα Ferrari, η οποία προσπαθούσε ανεπιτυχώς επί χρόνια να φτιάξει ένα καλό μονοθέσιο. Σίγουρα, είχε και την βοήθεια πως σε εκείνο το grid ήταν ξεκάθαρα ο καλύτερος οδηγός, όμως αυτό ίσως να έκανε και πιο λογική την ενδεχόμενη απόφαση του να πάει π.χ. στην Williams και να σηκώνει το ένα πρωτάθλημα μετά το άλλο με μικρή σχετικά αντίσταση.
Η περίοδος 1996-99 είναι πιθανότατα η καλύτερη στην καριέρα του, τουλάχιστον από οδηγικής άποψης: το 1996 με ένα μονοθέσιο που με το ζόρι έμπαινε στους βαθμούς – τουλάχιστον όταν τερμάτιζε, έχοντας 16 εγκαταλείψεις ανάμεσα στους οδηγούς της σε 16 αγώνες – κατάφερε και κέρδισε 3 αγώνες, το 1997, έχοντας πάλι ένα μονοθέσιο αισθητά χειρότερο από την Williams, έφτασε την μάχη του τίτλου στον τελευταίο αγώνα, όπως και το 1998 με την McLaren, ενώ το 1999 πήγαινε καλά μέχρι να σπάσει το πόδι του στο Silverstone.
Οι παραπάνω σερί αποτυχίες, ίσως κάνουν ακόμα μεγαλύτερη την νίκη του – υπό τεράστια πίεση – το 2000, σε μια all time μάχη με τον μεγαλύτερό του αντίπαλο, Mika Hakkinen. Από εκεί και πέρα, (με εξαίρεση το 2003 όπου πιέστηκε πολύ από τους νεαρούς Raikkonen – Montoya) μέχρι το 2004 ήταν ένας υγιεινός περίπατος, έχοντας δίπλα του την καλύτερη ομάδα μηχανικών – διευθυντών στην ιστορία της F1 (μέχρι να έρθει η Mercedes) και έναν teammate δυο σκάλες πιο κάτω, συνεπώς τα ρεκόρ ήταν φυσικό και επόμενο να σπάσουν.
Ακόμα και στην περίοδο της παντοκρατορίας του, η εικόνα που έμεινε στα μάτια των περισσοτέρων δεν ήταν τόσο οι (επαναλαμβανόμενες ούτως ή άλλως) νίκες του, αλλά το φιάσκο – με υπογραφή Jean Todt – στην Αυστρία το 2002, όπου o Barrichello σταμάτησε πριν την γραμμή εκκίνησης-τερματισμού για να περάσει ο Γερμανός μπροστά, το οποίο δημιούργησε την ρητορική “τα πρωταθλήματα του Schumacher δεν μέτραγαν αφού ο Rubens πάταγε φρένο” την οποία επικαλούνται πολλοί φίλοι της F1 ακόμα και στις μέρες μας, παρά τις λιγοστές και ανεπαρκείς αποδείξεις.
Είναι φυσικό, ειδικά στις – επί το πλείστον άδειες από σχεδόν κάθε έκπληξη εντός πίστας – χρονιές κυριαρχίας της Scuderia, τα media να ψάχνουν υλικό εκτός αυτής: και κάπως έτσι, ακόμα και σήμερα υπάρχει η άποψη πως ο Rubihnio έκανε συχνά στην άκρη. Όπως λέει και ο δημοσιογράφος Mark Hughes όμως “το γεγονός πως ο Michael δώρισε ουσιαστικά την νίκη στον Rubens στην Ουγγαρία πέρασε απαρατήρητο από τους περισσότερους, επειδή δεν ταίριαζε στο αφήγημα “Ο υπερόπτης Γερμανός που θέλει τον teammate του μόνο για να τον βοηθάει”, και δεν ήταν αυτό που πούλαγε”.

Αυτό που πούλαγε, ήταν η όλη εικόνα του Κόκκινου Βαρώνου, μιας μηχανής η οποία είχε δημιουργηθεί μόνο για να νικάει – και ειδικά τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία από το 1994 κιόλας δεν χώνευαν τον Γερμανό, τράβηξαν αυτή την εικόνα σε βαθμό καρικατούρας.
Κατά τα φαινόμενα, στην ιδιωτική του ζωή ο Schumacher απείχε παρασάγγας από την εικόνα που έδειχνε δημοσίως, σύμφωνα με σχεδόν όλους όσοι δούλεψαν μαζί του – αλλά δεν είναι το θέμα μας.
Τα παραπάνω, μαζί με την αδυναμία του (πιθανόν για τους ίδιους λόγους) να απολογηθεί για τις περισσότερες από τις αμφισβητούμενες πράξεις του, αποτελούν τους κύριους λόγους για τους οποίους εκτός πίστας, δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να τον μιμηθεί: οι περισσότεροι μεγάλοι οδηγοί που μεγάλωσαν μαζί του (Hamilton –Alonso) δηλώνουν τον (αμέτρητα πιο χαρισματικό και λαοφιλή) Ayrton Senna ως εκτός πίστας πρότυπο τους, αφού ο σχεδόν επιθετικά ιδιωτικός Schumacher δεν συμβαδίζει εύκολα με την 24/7 κάλυψη των σημερινών σταρ της F1.
Η κληρονομιά και η αναπόφευκτη διχοτόμηση
Το ερώτημα όμως είναι: η εικόνα που επικρατεί για τον Schumacher, εντός και εκτός πίστας, έπαιξε ρόλο στην κληρονομιά που άφησε στο σπορ;
Δεν μπορεί να δοθεί μια σίγουρη απάντηση: σίγουρα, μερικές από τις προσφορές του στο άθλημα είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης, όπως η συμβολή του στην ασφάλεια ως πρόεδρος επί μια δεκαετία της GPDA, ή η πρακτική θεσμοθέτηση των νέων κανόνων άθλησης και φυσικής κατάστασης που θα έπρεπε να ακολουθεί το σύνολο των οδηγών, όπως και η εμπορική εκτίναξη του αθλήματος στις αρχές των 00’s που χτίστηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στο δίπολο Schumacher – Ferrari, μαζί φυσικά με μια ντουζίνα απίστευτων εμφανίσεων σε βρεγμένο και στεγνό που μνημονεύονται ακόμα και σήμερα.
Άλλες σίγουρα είναι, και ακόμα και σήμερα αρκεί ένα απλό σχόλιο στα social media για να ξεκινήσει το πανηγύρι: για τους τίτλους που πήρε χωρίς ανταγωνισμό από grid και teammates, για τα πολλά και διάφορα ατυχήματα (ηθελημένα και μη) στα οποία βρέθηκε στα 10 χρόνια του στην Ferrari, για την βοήθεια της FIA εκείνη την εποχή (επονομαζόμενη και Ferrari International Assistance από πολλούς), γενικά πολλά έχουν ειπωθεί για τις αρχές της δεκαετίας.
Στην τελική, η αλήθεια είναι κάπου στην μέση: σίγουρα ο Michael Schumacher δεν αποτελεί τον άσπιλο και άτρωτο σούπερ ήρωα που φαντάζονται πολλοί, αλλά επίσης ούτε και έναν οδηγό που κατά τα λεγόμενα του Jacques Villeneuve “δεν θα θυμάται κανείς σε 10 χρόνια”.
Στο επίκεντρο κάθε κουβέντας για τον Γερμανό υπάρχει μια διχοτόμηση της persona του ως οδηγού: οι μεγάλες εμφανίσεις, τα εξωφρενικά αποθέματα ταλέντου του μαζί με το ακόμα πιο εξωφρενικό work ethic του συμβαδίζουν με την ανάγκη της νίκης με κάθε κόστος, τον κλειστό χαρακτήρα και τα πλεονεκτήματα που απολάμβανε όσο κανένας άλλος στο σπορ.
Ας είμαστε ειλικρινείς: η απορία γιατί ένας τόσο ταλαντούχος οδηγός κατέφευγε επανειλημμένα σε πράξεις που στην τελική μείωναν την ίδια του την υπερπροσπάθεια (βλ. 1997) θα παραμείνει για πολύ καιρό. Άλλωστε, ο Schumacher δεν απολάμβανε καμίας “ασυλίας” – το δόγμα “what you see is what you get” το οποίο εφάρμοζε σε όλες τις συναντήσεις του με δημοσιογράφους του εξασφάλιζε την ίδια ψυχρή στάση που τους έδειχνε.
Από την άλλη, ίσως το μεγάλο θέμα με τον Schumi βρίσκεται στο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουμε μια κατάσταση μέσω μιας τελείως binary οπτικής: 0 ή 1, άσπρο ή μαύρο – και στην περίπτωση του Michael Schumacher, αντιαθλητικός ή οδηγάρα – λες και η αλήθεια δεν μπορεί να βρεθεί κάπου στη μέση ή/και να ισχύουν και τα δύο τινά.
Συνεπώς, η τελική εικόνα εξαρτάται ποια από τις δυο πλευρές θα επιλέξει να τονίσει κάποιος: για τους φίλους είναι ο Michael που κυριάρχησε μέσω ταλέντου, σκληρής δουλειάς και ανυπέρβλητης νοοτροπίας, για τους εχθρούς είναι ο Γερμανός με το “λερωμένο” ποινικό μητρώο που δεν άξιζε να μπει στα παπούτσια του Ayrton Senna, δεν άντεχε την ήττα και μια ζωή εξασφάλιζε την έυνοια της ομάδας του.
Η Ιστορία, ευτυχώς ή δυστυχώς, φαίνεται να έχει κατατάξει τον Michael Schumacher στο Όρος Rushmore της F1. Από εκεί και πέρα – όπως με όλους – κρίνεται από την σκοπιά του καθενός.
Για περισσότερα νέα πατήστε εδώ. Ενώ μπορείτε να μας ακολουθήσετε και στο κανάλι μας στο youtube.