Το χρονικό του Κόκκινου Βαρώνου: Μέρος 3Α (2000-01)

Το χρονικό του Κόκκινου Βαρώνου – ο βίος και η πολιτεία του Michael Schumacher στα 10 χρόνια παρουσίας του στο Maranello: τα πρωταθλήματα, οι νίκες, οι καλές και όχι τόσο καλές στιγμές.

(1995-96) – (1997-99) – (2000-01) – (2002-04) – (2005-06) – (1996-2006)


2000

Πηγαίνει καλά, πηγαίνει καλά Michael, πηγαίνει καλά…διάολε, πηγαίνει καλά!

  • Ross Brawn, μιλώντας στον ασύρματο του Michael Schumacher μετά το κρίσιμο τελευταίο pitstop στο Ιαπωνικό GP

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε πως το 2000 ο Michael Schumacher βρισκόταν υπό την μεγαλύτερη πίεση στην οποία βρέθηκε ποτέ οδηγός, τουλάχιστον στην σύγχρονη ιστορία της F1. Μετά από την αναγνωριστική πρώτη σεζόν, ακολούθησαν άλλες τρεις χρονιές ανομβρίας, οι οποίες τελείωσαν με την Scuderia μια ανάσα από τον τίτλο των οδηγών, αλλά πάντα με άδεια χέρια, και δύο εξ αυτών με σοβαρά λάθη του οδηγού που υποτίθεται θα οδηγούσε το Cavallino Rampante στην Γη της Επαγγελίας.

Κάπου εδώ πέρα κρυβόταν το μεγάλο πρόβλημα: ο Schumacher αμειβόταν με πάνω από 30.000.000€ τον χρόνο και μετά από 4 χρόνια, το μοναδικό τρόπαιο ήταν το Πρωτάθλημα Κατασκευαστών του 1999 – το οποίο βέβαια ήταν το πρώτο της Ιταλικής ομάδας από το 1982 – αλλά όπως λέει και μια διάσημη ρήση στον κόσμο της F1 “το Κατασκευαστών φέρνει τα λεφτά, το Οδηγών την δόξα“.

Επιπρόσθετα, τον βάρυναν και τα δύο μεγάλα λάθη σε Jerez και Suzuka επί δύο συναπτά έτη, όπως και η ανοιχτή πλέον κριτική από τον Ιταλικό τύπο (που ζητούσε την αποπομπή του) και θρύλους της Scuderia όπως ο Clay Reggazoni, ο οποίος έλεγε “η Ferrari θα πρέπει να διώξει τον Γερμανό και να κρατήσει τον Ιρλανδό (Irvine), αφού ο ένας παίρνει πολύ λιγότερα λεφτά και τρέχει για την ομάδα και όχι για τον εαυτό του!

Πιθανότατα και η ηγεσία της Ferrari σκεφτόταν το ίδιο πράγμα: το season preview του Motorsport Magazine έλεγε με απόλυτη ευθύτητα πως “άμα και φέτος δεν τα καταφέρει, ήρθε η ώρα για τον Schumacher να κοιτάξει προς την μεριά της McLaren Mercedes“, ενώ πληροφορίες μέσα από το Maranello ανέφεραν ότι όλα τα μεγάλα κεφάλια πέρα από τον Γερμανό (Todt-Brawn-Burne) βρισκόντουσαν σε κρίσιμη θέση για το μέλλον τους.

Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και η πρόσληψη του Βραζιλιάνου Rubens Barrichello ως έτερου οδηγού της Scuderia, καθώς υπήρχε η ελπίδα πως θα έβαζε δύσκολα στον Schumacher. Μπορεί να ακούγεται παράξενο τόσα χρόνια μετά, αλλά το 2000 υπήρχαν αρκετές φωνές που περίμεναν τον Rubens – έναν οδηγό που παρά τα 6 χρόνια παρουσίας του στην κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού, θεωρείτο ως πολύ ταλαντούχος αλλά “χαμένος” σε υποδιέεστερες ομάδες – να κοντράρει στα ίσια τον Schumi, και να βρεθεί ακόμα και σε πλεονεκτική θέση για τον τίτλο αν το μομέντουμ τον βόλευε. Όλα αυτά πρόσθεταν ένα τεράστιο βάρος στους ώμους όχι μόνο του Schumacher, αλλά και των προσώπων που είχαν αναλάβει να αναγεννήσουν την Scuderia μαζί του.

Ευτυχώς για τον Γερμανό, οι τελευταίοι είχαν αποδώσει τα μέγιστα. “Κάθε χρονιά από το 1997 και μετά, ξεκινάγαμε 1.5 δευτερόλεπτα πίσω από τον ανταγωνισμό και προσπαθούσαμε να τους φτάσουμε μέσα στην χρονιά” έλεγε ο τεχνικός διευθυντής Ross Brawn, “αλλά το 2000 ήταν η πρώτη χρονιά που κοιταχτήκαμε μεταξύ μας στην Αυστραλία και είπαμε “κοίτα, δεν είμαστε πίσω!”. Από τότε κατάλαβα πως η χρονιά θα πήγαινε καλά.

Και πράγματι, η χρονιά ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς: 3/3 στους πρώτους αγώνες, απέναντι στην McLaren και τον Mika Hakkinen, ο οποίος ήθελε να γράψει ιστορία και να γίνει ο πρώτος οδηγός μετά τον μεγάλο Juan Manuel Fangio με 3 σερί πρωταθλήματα οδηγών – με την ομάδα του όμως να αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα αξιοπιστίας στην αρχή της σεζόν και τον Schumacher να έχει ένα υγιές προβάδισμα από τις McLaren στο 1/3 της (46 πόντοι έναντι 28 του Hakkinen και 24 του Coulthard, με τον Rubens ακόμα πιο πίσω στους 16).

Τα ίδια προβλήματα όμως στοιχείωσαν την Ferrari στην συνέχεια: σε ένα καταστροφικό καλοκαίρι, ο Schumacher εγκατέλειψε σε 3 από τους 4 πρώτους αγώνες, και πήρε δυο δεύτερες θέσεις σε Ουγγαρία και Βέλγιο, όπου στο δεύτερο ο Hakkinen μετά από ένα – επιεικώς – “κλείσιμο της πόρτας” από τον Γερμανό στον προηγούμενο γύρο, έκανε μια από τις καλύτερες προσπεράσεις όλων των εποχών στον Γερμανό, με τον Ricardo Zonda στην μέση να βλέπει τον Φιλανδό να έρχεται από το πουθενά, σε μια κίνηση που ο Ron Dennis θεώρησε πως “θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις καλύτερες όλων των εποχών στην Formula 1”, ενώ ακόμα και ο Schumi δήλωσε “δεν περίμενα πως θα είχε χώρο, αλλά το τόλμησε – ήταν μια απίστευτη κίνηση”.

O Hakkinen εξηγεί πως έκανε την θρυλική πλέον προσπέραση – Spa-Francochamps, 2000

Το momentum αλλά και η βαθμολογία πριν τους τελευταίους αγώνες έγερναν προς το Woking: ο Mika είχε προβάδισμα 6 βαθμών έναντι του Schumacher, ενώ η McLaren είχε περάσει και στο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών την Ferrari με μια αντεπίθεση διαρκείας και αλματώδη εξέλιξη του (ξεκάθαρα καλύτερου πλέον) μονοθεσίου της. “Η Ferrari” ανέφερε το περιοδικό Atlas F1, “χρειάζεται ένα θαύμα για να πάρει το πρωτάθλημα, είτε από εγκατάλειψη του Hakkinen είτε άλλη μια ραψωδία του Schumacher.

Και δεν υπήρχε καλύτερο μέρος για να ξεκινήσει το προαναφερθέν θαύμα από τον εντός έδρας αγώνα για την Scuderia στη Monza, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για δυο (τελείως αντίθετους) λόγους. Ο πρώτος ήταν ο θάνατος του field marshal Paolo Gislimberti, ο οποίος βρήκε τραγικό τέλος όταν το λάστιχο του Jarno Trulli έπεσε πάνω του με μεγάλη ταχύτητα. Ο δεύτερος δεν ήταν τόσο η νίκη του Michael Schumacher (η οποία του ξαναέδινε βάσιμες ελπίδες για το πρωτάθλημα), όσο τι ακολούθησε στην συνέντευξη τύπου: ο Γερμανός είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτή ήταν η 41η νίκη του, επομένως είχε πλέον τον ίδιο αριθμό νικών με το είδωλο του, Ayrton Senna.

Ναι, σημαίνει πάρα πολλά για μένα…” πρόλαβε να ψελλίσει πριν βουρκώσει, σε μια περίεργη (για τα δεδομένα της βορειοευρωπαϊκής ιδιοσυγκρασίας του) κίνηση. Πραγματικά, δεν υπήρξε μια παρόμοια περίπτωση πριν ή μετά στην καριέρα του, καμία ρωγμή στο image του “σκληρού, μοναχικού καβαλάρη” – μόνο εκείνη την ημέρα, με τον μεγάλο του αντίπαλο και τον αδερφό του να τον αγκαλιάζουν και να προσπαθούν να τον συνεφέρουν.

Αν υπήρχαν κάποιες ελπίδες από την McLaren πως ο Γερμανός θα επηρεαζόταν, εξανεμίστηκαν στον επόμενο αγώνα και στην πρώτη διεξαγωγή αγώνα F1 που έγινε στην θρυλική πίστα της Indianapolis – φυσικά μετά βαΐων και κλάδων για “την είσοδο της F1 στην μεγαλύτερη αγορά του κόσμου”.

Ο Schumacher πήρε την pole και μετά από 25 γύρους ήταν 4 δευτερόλεπτα μπροστά από τον αντίπαλο του, όταν ο κινητήρας του Hakkinen παρέδωσε πνεύμα και ο Φιλανδός εγκατέλειψε στο χειρότερο σημείο της χρονιάς. Η ακόλουθη νίκη του Michael (η 7η της σεζόν, σε σύγκριση με τις 4 του Mika), σε συνδυασμό με τους 8 βαθμούς της διαφοράς του από τον Hakkinen, σήμαιναν πως ήθελε την νίκη στον επόμενο αγώνα στην Suzuka προκειμένου να σπάσει την 20χρονη ανομβρία της Scuderia και να πάει για διακοπές στον τελευταίο αγώνα στην Sepang.

(Και επειδή μιλάμε για τον Schumacher, αντί να πάει κατευθείαν από τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία – και να καταπολεμήσει το jetlag – γύρισε πίσω στο Maranello για να δοκιμάσει διάφορα νέα μέρη του μονοθεσίου)

Όπως και το 1998, οι δύο μονομάχοι ήταν σε δικό τους αγώνα: μόλις 0,009 δευτερόλεπτα χώριζαν τον Schumi από τον Mika, ο οποίος έκανε καλύτερη εκκίνηση και παρέμεινε μπροστά από τον Γερμανό μετά και από τον πρώτο γύρο των pit stops. Ο καιρός όμως είχε άλλα σχέδια: οι πρώτες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν, και όταν ενημερώθηκε πως ο Hakkinen είχε κάνει το δεύτερο και τελευταίο του pitstop, ο Γερμανός πάτησε το γκάζι και αύξησε την διαφορά κατά 2 δευτερόλεπτα σε 2 γύρους.

Ο Brawn τον κάλεσε μέσα την κατάλληλη στιγμή, οι μηχανικοί της Ferrari δεν λάθεψαν – ναι, υπήρχε μια εποχή που μπορούσες να πεις αυτές τις προτάσεις χωρίς να γελάσεις – και το χρονόμετρο έγραφε +4.1 sec στην έξοδο του pitlane, υπό τις κραυγές του Ross Brawn και πιθανότατα εκατομμυρίων tifosi ανά την υφήλιο. Μην θέλοντας να επαναλάβει το σενάριο της Jerez τρία χρόνια πίσω (όπου είχε βρεθεί στην ίδια ακριβώς θέση), ο Schumi αύξανε συνεχώς την διαφορά μέχρι τον 53ο και τελευταίο γύρο, όπου μετά το τελευταίο σικέιν βάραγε το τιμόνι (!), καταλαβαίνοντας πως η αναμονή 21 χρόνων είχε φτάσει στο τέλος της: ο Michael Schumacher ήταν για 3η φορά πρωταθλητής, και πρώτη με τα χρώματα της Ferrari.

“Είναι δύσκολο να μετατρέψω σε λόγια το πως νιώθω, ειδικά το πως ένιωσα όταν πέρασα την γραμμή…ο Mika πάλεψε μέχρι την τελευταία στροφή” ήταν η αντίδραση του νέου πρωταθλητή, με τον Luca di Montezemolo να δηλώνει πως “είναι η καλύτερη μέρα της ζωής μου” και τον Ross Brawn να ελπίζει πως “από εδώ και πέρα, τα πράγματα θα είναι λίγο πιο εύκολα – και καλύτερα – για μας”

Το πόσο καλύτερα θα πήγαιναν, δεν θα το φανταζόταν ούτε στα όνειρά του.

2001

Θα είμαστε ακόμα πιο αποφασισμένοι – κανένας δεν θα μπορεί να μας πει πλέον “Θα νικήσετε επιτέλους μετά από 22 χρόνια;”

  • Jean Todt

Για πρώτη φορά μετά από πολλά, πολλά χρόνια, η Ferrari και ο Michael Schumacher ξεκινούσαν μια σεζόν ως το φαβορί, τουλάχιστον στις στοιχηματικές. Φυσικό και επόμενο, αφού απέναντι της είχε την McLaren Mercedes των Hakkinen-Coulthard, της οποίας το μονοθέσιο ήταν ολοκαίνουριο (σε σχεδιαστική βάση), και την Williams BMW, η οποία με τους ελπιδοφόρους Ralf Schumacher και Juan Pablo Montoya, ήλπιζε να φτάσει στο επίπεδο που ήταν παλιότερα, αλλά όχι το 2001 – ο αρχικός σκοπός ήταν 1-2 νίκες.

(Προσθέστε και το γεγονός πως η Williams πρώτα και η McLaren ένα χρόνο αργότερα απέκτησαν ελαστικά Michelin, η οποία ξαναμπήκε μετά από δεκαετίες ως προμηθευτής ελαστικών, αλλά απολύτως φυσιολογικά ήταν πίσω σε απόδοση από την κραταιά και έμπειρη Bridgestone – για μικρό όμως χρονικό διάστημα.)

Οι προβλέψεις επαληθεύτηκαν στο πρώτο τρίτο της σεζόν, αλλά με διαφορετικό δίδυμο από το αναμενόμενο: αντί για τον δυο φορές πρωταθλητή Hakkinen, ο ομόσταυλος του David Coulthard ήταν κοντά στον περσινό πρωταθλητή, μετά από 2-3 σεζόν στις οποίες ο Σκοτσέζος ξεκινούσε με ελπίδες (“φέτος θα είναι η χρονιά μου”, έλεγε κάθε φορά), αλλά στο τέλος ήταν ένα σκαλί κάτω από τους πρωτοπόρους.

Σκεπτόμενος αυτά και έχοντας την έγνοια του Coulthard, ο οποίος ήταν πρωτοπόρος και πήγαινε για μια εύκολη νίκη στο GP Αυστρίας, ο Jean Todt “πάτησε το κουμπί”: για μόλις δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν στο περσινό Καναδικό GP, όπου έδωσε εντολή να μην υπάρξει αλλαγή θέσεων) υπήρξαν team orders απο την Σκουντερία, και ο Rubens (που ήταν δεύτερος) ζητήθηκε να δώσει την θέση του στον Michael, προκειμένου ο δεύτερος να κρατήσει τα πρωτεία στο Πρωτάθλημα Οδηγών. Έγινε ένας σχετικός ντόρος, αλλά οι συγγνώμες των υπευθύνων έδωσαν την εντύπωση πως δύσκολα θα ξαναγινόταν κάτι τέτοιο, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον…

Παύση για ειρωνεία.

Τελικά η οδηγία αποδείχτηκε άχρηστη, αν όχι λανθασμένη – με 5 νίκες στους επόμενους 8 αγώνες, ο Schumi και η Ferrari κλείδωσαν και τα δύο πρωταθλήματα στο Spa, στο πρώτο πρωτάθλημα μετά από καιρό – το 1995 για την ακρίβεια – που δεν κρίθηκε στον τελευταίο ή προτελευταίο αγώνα, με λίγες εκλάμψεις του rookie Montoya να είναι ότι άλλο σημαντικό συνέβη στο grid – και φυσικά, το “διάλειμμα” (που μετά μετατράπηκε σε αποχώρηση) του Mika Hakkinen από την F1, ως αποτέλεσμα έλλειψης κινήτρου σύμφωνα με τον ίδιο.

Η έλλειψη ενδιαφέροντος στο τελευταίο μέρος της χρονιάς φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητη από την πλατιά μάζα των φίλων της F1, και επομένως ξεκίνησαν οι πρώτες φωνές για “βαρετή F1”, όπου το αποτέλεσμα ήταν γνωστό πριν τον αγώνα και δεν υπήρχε μεγάλη δόση σασπένς.

Πρόσεχε τι εύχεσαι, λέει ο θυμόσοφος λαός μας – και στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η φράση θα αποδεικνυόταν λίρα εκατό.

Για περισσότερα νέα πατήστε εδώ. Ενώ μπορείτε να μας ακολουθήσετε και στο κανάλι μας στο youtube.

Total
0
Shares
Related Posts