Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Charles Leclerc εσχάτως έκανε δύο καταπληκτικούς αγώνες, με την αρχή να γίνεται στο Ολλανδικό grand prix, παίρνοντας, δεδομένων των συνθηκών, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τη Ferrari, καταφέρνοντας να κρατήσει πίσω του τον Oscar Piastri, του οποίου η McLaren MCL38 είχε εμφανώς ανώτερη δυναμική, η οποία και πιστοποιήθηκε ξεκάθαρα στα χέρια του Lando Norris. Εν συνεχεία ήρθε ο εντός έδρας θρίαμβος στη Monza, με τη στρατηγική του ενός pit stop να αποδεικνύεται περίφημη, σε συνδυασμό βέβαια με την τρομερή διαχείριση ελαστικών από πλευράς του ιδίου.
Στον τελευταίο όμως, μέχρι στιγμής, αγώνα, στο street circuit του Baku, ο Oscar Piastri μάλλον “του πήρε την ταυτότητα”, αρχικά με το προσπέρασμα που έκανε επί του Μονεγάσκου, πιάνοντάς τον σχεδόν στον ύπνο κι εν συνεχεία με την απίστευτη άμυνα που έπαιξε επί 31 ολόκληρους γύρους.
Ο Leclerc δεν βρήκε τρόπο να ανταποδώσει το προσπέρασμα στον νεαρό Αυστραλό, προκαλώντας έτσι απογοήτευση ακόμη και στην ίδια του την ομάδα, που, ούτε λίγο ούτε πολύ, του διεμήνυσε, μέσω team radio, στο τέλος του αγώνα, ότι η 2η θέση δεν ήταν το αποτέλεσμα που ανέμενε από μεριάς του!
Υπ’ αυτό το πρίσμα λοιπόν, είναι ίσως η καταλληλότερη στιγμή να εξετάσουμε αν ο 26χρονος πιλότος έχει αδικηθεί από τη μέχρι στιγμής πορεία και καριέρα του, ή οι προσδοκίες που υπάρχουν προς το πρόσωπό του, από τα εκατομμύρια οπαδών της F1, και δη της Ferrari, είναι περισσότερες από αυτές στις οποίες μπορεί εν τέλει να ανταπεξέλθει.
Ο Μονεγάσκος αδιαμφισβήτητα αποτελεί, εδώ και χρόνια, το εκλεκτό παιδί της Ferrari και δεν είναι καθόλου λίγοι οι εντός ομάδος υποστηρικτές του, που στο πρόσωπό του βλέπουν τον πιλότο που μπορεί να ξαναβάλει τη scuderia σε τροχιά πρωταθλητισμού, όταν θα έχει το κατάλληλο μονοθέσιο, που θα του επιτρέψει να πραγματοποιήσει τον μακρόχρονο και διακαή πόθο των απανταχού tifosi.
Έχω την αίσθηση ότι στη μετά-Schumacher εποχή, δεν έχει υπάρξει άλλος πιλότος που να έχει νιώσει τέτοια εμπιστοσύνη από τη συγκεκριμένη ομάδα, όση αυτή που απολαμβάνει ο Leclerc, ο οποίος, αν και μόλις 26 χρονών, ήδη διανύει την 6η σεζόν του με τη Ferrari, με τη μέχρι στιγμής συνεργασία τους να έχει αποφέρει 7 νίκες, 26 pole positions και 39 παρουσίες συνολικά στο βάθρο.
Δε μπορούμε επίσης να παραβλέψουμε ότι είχε το προνόμιο να “ξοδέψει” μόλις μία χρονιά στη Sauber (2018), προτού μετακομίσει στα μεγάλα σαλόνια του Maranello, αντικαθιστώντας τον “Iceman” Kimi Raikkonen, με τον οποίο μάλιστα είχε συμβεί ακριβώς το ίδιο 17 χρόνια νωρίτερα, με τη διαφορά ότι η διαδρομή του Φιλανδού ήταν από τη Sauber στη McLaren, η οποία τον έκλεψε μέσα από τα χέρια της Ferrari.
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια που θέτουν αρκετοί θιασώτες της F1 και το οποίο δεν έχει σταθεί εφικτό να απαντηθεί έως σήμερα, λόγω των αρκετά μέτριων μονοθεσίων που έχει φτιάξει η Ferrari τα τελευταία χρόνια, είναι το εξής: Αποτελεί γνήσιο championship material ο Charles Leclerc, ή η αξία του δεν είναι αυτή που η ίδια η ομάδα έχει δείξει να θεωρεί εδώ και, τουλάχιστον, μία 7ετία; Για να το θέσω κι αλλιώς, μήπως, υπό άλλες συνθήκες, τη θέση του θα μπορούσε να είχε κάποιος άλλος, π.χ. ο αδικοχαμένος Jules Bianchi, κάτι που μάλιστα δεν έχει διστάσει, προς τιμήν του, να παραδεχθεί και ο ίδιος ο Μονεγάσκος
Απάντηση ορθή κοφτή ασφαλώς δε μπορεί να δοθεί στο παραπάνω ερώτημα, καθότι υπάρχουν πολλά “ναι μεν, αλλά…” στην όλη υπόθεση, που δυσκολεύουν αφάνταστα την εξαγωγή ενός ασφαλώς συμπεράσματος.
Υφίστανται ακράδαντα επιχειρήματα υπέρ της οδηγικής αξίας και προσωπικότητας του Leclerc, δε λείπουν όμως και κάποια στοιχεία-γεγονότα, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στην επιχειρηματολογία του, αν υποστηρίξει το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι αποτελεί έναν γρήγορο πιλότο, ειδικά σε συνθήκες ενός γύρου. Αυτό το πιστοποιούν πεντακάθαρα οι 26 pole positions που έχει κατακτήσει, δίχως να οδηγεί ένα μονοθέσιο πρωταθλητή. Μάλιστα την πρώτη από αυτές την πήρε μόλις στον δεύτερο αγώνα του με τη Ferrari, στο grand prix του Bahrain το 2019, με αποτέλεσμα να γίνει ο νεότερος πιλότος που παίρνει pole position οδηγώντας μονοθέσιο της κόκκινης ομάδας. Ξέρει λοιπόν να εκμεταλλεύεται το μονοθέσιό του στο 100% τα Σάββατα, ανεβάζοντάς στην πρώτη θέση εκκίνησης ενός grand prix.
Δε πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι, συγκριτικά, ο επί 4ετίας team mate του, Carlos Sainz Jr., έχει βρεθεί να εκκινεί μόλις 5 φορές συνολικά από την πρώτη θέση του grid, ενώ και ο Sebastian Vettel, στην πρώτη χρονιά που συνυπήρξε με τον Leclerc (2019), κατέκτησε 2 pole positions έναντι 7 του team mate του, που ήταν μάλιστα και οι περισσότερες για έναν πιλότο την εν λόγω χρονιά, πάνω και από τις 5 που είχαν αμφότεροι οι οδηγοί της Mercedes, Lewis Hamilton και Valtteri Bottas. Την επόμενη χρονιά κανείς εκ των δύο οδηγών της Ferrari δε κατάφερε να κατακτήσει pole position, ούτε και να πάρει νίκη σε αγώνα.
Πέραν τούτου, δεν είναι λίγοι οι αγώνες στους οποίους ο Leclerc έχει κάνει επίδειξη των ικανοτήτων του, όπως αυτοί σε Ολλανδία και Ιταλία στο φετινό πρωτάθλημα, καθώς και εκείνοι στην Ιταλία και στο Μπαχρέιν το 2019, αλλά και στο Αζερμπαϊτζάν το 2018, όπου, όντας ακόμη πιλότος της Sauber, τερμάτισε στην 6η θέση! Επιδόσεις που πιστοποιούν ότι δεν ήταν παράλογη η επιλογή της Ferrari να ποντάρει πάνω του, ως επόμενο πρωταθλητή της.
Ούτε μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το ότι μόλις στην πρώτη χρονιά παρουσίας του στην Ιταλική ομάδα, κατάφερε να τερματίσει σε υψηλότερη θέση στη βαθμολογία σε σχέση με τον 4άκις παγκόσμιο πρωταθλητή και team mate του, έχοντας 10 φορές παρουσία στο βάθρο, έναντι 9 του Vettel. Κάτι που επανέλαβε μάλιστα το επόμενος έτος, με ακόμη ευρύτερη διαφορά βαθμών (98-33), σε μια ντροπιαστική ωστόσο σεζόν για τη Ferrari, που άπαντες θέλανε να ξεχάσουν όσο γρηγορότερα γινόταν, το τέλος της οποίας βρήκε την ιστορική ομάδα στην 6η θέση της βαθμολογίας!
Όπως ανέφερα και στο άρθρο μου “Ο γυρολόγος Carlos Sainz Jr. και η διαρκής αναζήτηση της γης της επαγγελίας”, αν εξαιρέσουμε τον τομέα των pole positions, βαθμολογικά δεν έχει υπάρξει χρονιά που να έχει παρατηρηθεί χάσμα μεταξύ Leclerc και Sainz, πλην ίσως του 2022, οπότε και ο Leclerc συγκέντρωσε 62 βαθμούς παραπάνω από τον team mate του, ξεπερνώντας το μικρό σοκ που υπέστη μία χρονιά νωρίτερα, με τον Sainz να κατακτά, με το καλημέρα, 164.5 βαθμούς, έναντι 159 του ιδίου.
Αυτή ήταν άλλωστε και η μόνη χρονιά, μέχρι σήμερα, στην καριέρα του Leclerc, που ο Μονεγάσκος “ηττήθηκε” βαθμολογικά από team mate του. Όσο για τις νίκες Leclerc-Sainz, ο μέχρι στιγμής απολογισμός είναι 5-3 υπέρ του πρώτου, στα χρόνια που οι δυο τους συνυπάρχουν στη Ferrari. Με μια πρώτη ματιά, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι αριθμοί δε μαρτυρούν επιβλητική επικράτηση του Charles έναντι του Carlos.
Δεν έχουν απουσιάσει επίσης τα περιστατικά στα οποία ο Leclerc έχει φανερώσει έλλειψη συγκέντρωσης, ή ενδεχόμενη αδυναμία διαχείρισης της πίεσης ενός αγώνα. Η σύγκρουσή του με τον Vettel στο Αυστριακό grand prix του 2020, η έξοδός του στη στροφή Parabolica της Monza την ίδια χρονιά, η έξοδος στο Paul Ricard το 2022, καθώς και η σύγκρουσή του με τον Lando Norris στο Sao Paolo, το ίδιο έτος, είναι περιστατικά που δε θα περίμενε κανείς να δει από τον εν λόγω πιλότο.
Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι και ρεαλιστές, για έναν άνθρωπο που αισίως έχει 140 εκκινήσεις σε αγώνες F1, δε θα μπορούσαν να λείπουν και τέτοιου είδους συμβάντα, τα οποία άλλωστε έχουμε δει να εκτυλίσσονται και μεταξύ πολύ εμπειρότερων πιλότων, με παγκόσμια πρωταθλήματα στην πλάτη.
Αυτό που μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι έχει παρατηρήσει στην τετραετή συνύπαρξη του παρόντος διδύμου στη Ferrari, είναι ότι ο Μονεγάσκος έχει δείξει περισσότερες φορές να “χάνεται” κατά τη διάρκεια ενός αγώνα και να απογοητεύεται, όταν τα πράγματα δε του πηγαίνουν καλά, σε σχέση με τον Ισπανό, ο οποίος έχει επιδείξει αρκετά καλύτερη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων.
Αν δηλαδή ετίθετο στοίχημα για το ποιος θα ήταν εκείνος που θα επέστρεφε το μονοθέσιο στο γκαράζ, ή θα τερμάτιζε σε υψηλότερη θέση σε μία τέτοια περίπτωση, ο Sainz θα είχε πάμπολλες πιθανότητες να συγκεντρώσει περισσότερες ψήφους, ακόμη κι εντός ομάδας.
Όπως προφανέστατα δε χωράει καμία αμφιβολία στο ότι ο Leclerc έχει αδιαμαρτύρητα δεχθεί -και υποστεί- λάθος στρατηγικές από την ομάδα του, όπως, π.χ. στη Γερμανία το 2019, οπότε και τοποθετήθηκε soft γόμα στο μονοθέσιό του, ενώ η πίστα δεν είχε στεγνώσει, με αποτέλεσμα να βγει εκτός, πληγώνοντας το μονοθέσιό του. Κάτι ανάλογο συνέβη το 2021 στο Sochi της Ρωσίας, οπότε και η Ferrari άργησε χαρακτηριστικά να τον τραβήξει στα pits, για τοποθέτηση intermediates, με αποτέλεσμα να κατρακυλήσει στη 15η θέση, ενώ είχε καταφέρει να βρεθεί 5ος.
Και η λίστα των εις βάρος του λαθών από τη Ferrari δυστυχώς δεν τελειώνει εδώ, αφού και το 2022 τον καταδίκασε ουκ ολίγες φορές (Μονακό, Ουγγαρία, Ιταλία), με τον ίδιο όμως να διστάζει χαρακτηριστικά να ορθώσει ανάστημα και να διατυπώσει, μέσω team radio, τη δική του γνώμη για τι έπρεπε να πράξει η ομάδα, περιοριζόμενος απλά στο να επισημαίνει… κατόπιν εορτής τα λάθη που είχαν προηγηθεί.
Κάτι που έρχεται σε απευθείας αντίθεση με τον Carlos Sainz Jr., ο οποίος έχει πολλάκις διαφωνήσει την ώρα του αγώνα με τη στρατηγική της Ferrari, διορθώνοντας επ’ ωφελεία του μία διαφαινόμενη λάθος κατάσταση. Στον Michael Schumacher δε χρειάζεται να αναφερθούμε καν, όσον αφορά στο συγκεκριμένο τομέα, αν και, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, εκείνος ήταν σε σαφώς πιο “φτασμένη” περίοδο της καριέρας του στη Ferrari.
Αναγνωρίζω ότι όσα προαναφέρθηκαν προφανέστατα δεν αρκούν για να καταλήξει κανείς στο αν ο Leclerc είναι εν τέλει εκείνος στον οποίο μπορεί και πρέπει να ποντάρει η Ferrari για να δει να έρχεται ξανά πρωτάθλημα στο Maranello ή όχι και αν έχει υπάρξει προνομιούχος που βρέθηκε από πολύ νωρίς στο ένα εκ των δύο cockpit της. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι από την επόμενη χρονιά θα υπάρξει ένα ακόμη, πάρα πολύ δυνατό, επιχείρημα, υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, που την ίδια στιγμή θα αποτελέσει και μία τεράστια πρόκληση για τον ίδιο.
Αυτό δεν είναι άλλο από την έλευση του Lewis Hamilton στη scuderia, γεγονός που είναι μάλλον παραπάνω από βέβαιο ότι στην πορεία θα προξενήσει ουκ ολίγους πονοκεφάλους στους ιθύνοντες της Ιταλικής ομάδας, αναφορικά με τη διαχείριση του οδηγικού της διδύμου.
Γιατί αμφιβάλλω πολύ σοβαρά για το αν υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος ο οποίος πιστεύει ότι ο επτάκις παγκόσμιος πρωταθλητής θα δεχθεί να παριστάνει τον Νο 2 πιλότο, ειδικά αν είναι, τόσο αυτός, όσο και ο team mate του, σε θέση να διεκδικήσουν το πρωτάθλημα οδηγών. Είναι ένας από τους βασικούς, μεταξύ άλλων, λόγους που το πρωτάθλημα του 2025 αναμένεται με μεγάλο, θα τολμούσα να πω τεράστιο, ενδιαφέρον…
Και βέβαια, μην ξεχάσετε να δείτε το τελευταίο επεισόδιο του podcast του F1Racingnews, “GP2 Podcast…GP2”: