Γιατί η Formula 1 βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι – και πρέπει να επιλέξει την κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει στο μέλλον…
Μετάφραση: Η F1 πρέπει να απαντήσει σε μια ερώτηση την οποία ήδη έχουν εξετάσει τα άλλα πρωταθλήματα – θέλει αποτελέσματα τα οποία έρχονται με αμιγώς αθλητικό τρόπο, ή θέλει αποτελέσματα τα οποία θα έρχονται μέσω ατυχιών ή συγκυριών για χάρη της ψυχαγωγίας;
Τα παραπάνω ειπώθηκαν από τον βετεράνο οδηγό του IndyCar J.R Hildebrand, και αναπτύσσουν εξαιρετικά το δίλημμα στο οποίο έχει πλέον φτάσει η Formula 1.
Στο μεγαλύτερο μέρος των 71 χρόνων ύπαρξής της, η παραπάνω ερώτηση είχε απαντηθεί ρητά: αυτοαποκαλούμενη ως «η κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού» βάσει δημοφιλίας αλλά και τεχνολογίας, η F1 ήταν ένα αμιγώς «αθλητικό» πρωτάθλημα, του οποίου η κατάληξη προερχόταν πάντα από τις επιδόσεις εντός πίστας (εξαιρώντας προφανώς τις κατά καιρούς πολιτικές αποφάσεις).
Χρονιές όπως το 1993, το 2004, το 2013 και το 2020, όταν ο ανταγωνισμός δεν υπήρχε και ο εκάστοτε πρωταθλητής ήταν γνωστός από το καλοκαίρι κιόλας, ήταν φυσική απόρροια παραγόντων όπως η εξέλιξη κάποιων ομάδων, η λάθος πορεία κάποιων άλλων, και φυσικά το ταλέντο κάποιων οδηγών. Ακόμα και αν ήταν βαρετές εις βάρος της τηλεθέασης και του συνολικού ενδιαφέροντος, οι όποιες κινήσεις για την αλλαγή του status quo (όπως λ.χ. η κατάργηση των ηλεκτρονικών βοηθημάτων για το 1994 ή ο κανόνας της μη αλλαγής ελαστικών για το 2005) γινόντουσαν μετά το πέρας της σεζόν, αφήνοντας ανέγγιχτο το αποτέλεσμα αυτής.
Προφανώς, έπρεπε να υπάρξουν αλλαγές μαζί με την τεχνολογική εξέλιξη ανά τα έτη, αλλά αυτές είχαν εφαρμογή στο σύνολο του grid όπως και ξεκάθαρα αίτια: η εισαγωγή του parc fermè το 2003 και η επακόλουθη κατάργηση των «μονοθεσίων κατατακτήριων» που υπήρχαν από τις πρώτες μέρες του μηχανοκίνητου αθλητισμού έγινε εξαιτίας του νέου format κατατακτήριων που εισήχθηκε τότε, ενώ και το νεότερο χρονικά DRS χρησιμοποιείται ως αντίβαρο στις όλο και πιο δύσκολες προσπεράσεις, με τον τρόπο λειτουργίας του να προϋποθέτει μια μικρή διαφορά μεταξύ των μονοθεσίων.
Υπήρξαν αντιδράσεις – κυρίως – από τους μεγαλύτερους σε ηλικία φίλους του σπορ για τα παραπάνω, γεγονός όμως ήταν πως ο χαρακτήρας της F1 όχι μόνο δεν άλλαζε, αλλά και οι εκάστοτε αλλαγές για χάρη του θεάματος/ενδιαφέροντος (όπως οι διπλοί πόντοι στον τελευταίο αγώνα το 2014 και το αχαρακτήριστο νέο format των κατατακτήριων το 2016) δεχόντουσαν τεράστια κριτική από το σύνολο των ενδιαφερομένων και κατέληγαν άμεσα στον κάλαθο των αχρήστων.
Κάπως έτσι, η Formula 1 απέφευγε να χρησιμοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τα λεγόμενα gimmick, ελληνιστί κόλπα, προκειμένου να αυξήσει τον ανταγωνισμό και το ενδιαφέρον. Το προϊόν το οποίο έδινε στο φιλοθεάμον κοινό ήταν αυτό του «pure racing»: ομάδες με δικούς τους ή πελατειακούς κινητήρες και σίγουρα δικό τους σασί, πάλευαν για το καλύτερο χωρίς έξωθεν βοήθεια για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας – αν μια ομάδα βρισκόταν μακριά από τις άλλες σε έναν αγώνα ή μια σεζόν, δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο παρά να προσπαθήσει να τις φτάσει σε αθλητικά πλαίσια ή/και να περιμένει την επόμενη αλλαγή των κανονισμών, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα.
Συνεπώς, η θέση της F1 στο φάσμα του μηχανοκίνητου αθλητισμού ήταν ξεκάθαρη και προς τη μεριά του αγωνιστικού σκέλους. Όπως είναι φυσικό όμως, το ίδιο δεν ισχύει και για τα υπόλοιπα πρωταθλήματα…
...και δεν αποτελεί παράξενο το πως η εντελώς αντίθετη προσέγγιση έρχεται από τις ΗΠΑ και κυρίως το NASCAR, το οποίο έχει 2 concept τα οποία θα φανούν παράξενα σε κάθε φίλο της Formula 1: τα playoffs και το stage racing.
Σε πολύ γενικές γραμμές, τα παραπάνω χρησιμοποιούνται για μια τεχνητή αύξηση του ενδιαφέροντος – στα playoffs οι πρώτοι 16 οδηγοί μπαίνουν στο δεύτερο μισό της σεζόν με +2000 πόντους από όλους τους άλλους (οι οποίοι συμμετέχουν κανονικά στους αγώνες), και σταδιακά αποκλείονται μαθηματικά από την διεκδίκηση μέχρι να παραμείνουν 4, όταν και γίνεται ο μεγάλος τελικός. Όσο για το stage racing, είναι ένας νεότερος (από το 2017) κανονισμός σύμφωνα με τον οποίο κάθε αγώνας χωρίζεται σε τρία stages, με τον νικητή σε καθένα από αυτά να παίρνει παραπάνω πόντους και το grid να «μαζεύεται» μετά το τέλος των πρώτων δύο.
Τα gimmicks βέβαια δεν αποτελούν αποκλειστικότητα της απέναντι μεριάς του Ατλαντικού: τα τρία μεγαλύτερα πρωταθλήματα αυτοκινήτων τουρισμού (BTCC, WTCC, DTM) χρησιμοποιούν «έρμα επιτυχίας» (success ballast), με τα πιο πετυχημένα αμάξια να κουβαλάνε περισσότερο βάρος προκειμένου να μειωθεί η ταχύτητά τους, ενώ και στη Formula E υπάρχει το fanboost, όπου οι 5 πιο δημοφιλείς – μέσω ψηφοφορίας – οδηγοί παίρνουν ένα boost λίγων δευτερολέπτων στο δεύτερο μισό ενός αγώνα.
Σε μεγάλο βαθμό, οι φίλοι των παραπάνω διοργανώσεων φαίνονται πλήρως συνειδητοποιημένοι για το γεγονός πως οι αγώνες σε αυτά επηρεάζονται από συγκυρίες οι οποίες δεν οφείλονται σε ένα αμιγώς αθλητικό σκέλος. Είναι μια εξαιρετική εφαρμογή του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», θα μπορούσε να πει κάποιος: από τη στιγμή που κόλπα/συγκυρίες (τα μέσα) χρησιμοποιούνται με επιτυχία για την αύξηση του θεάματος (ο σκοπός), γιατί να υπάρξει κάποιο πρόβλημα;
Κάπου εδώ πρέπει να δούμε πως η Formula 1 έφτασε στη σημερινή της κατάσταση, της οποίας τα αίτια βρίσκονται κάπου στο 2017 και την αρχή της εποχής Liberty.
Πριν από αυτή, πέραν των όσων αναφέραμε πάνω, είχαμε και μια κίνηση η οποία αποτέλεσε την αποθέωση του σπορ έναντι του θεάματος: την υιοθέτηση των υβριδικών κινητήρων, οι οποίοι ναι μεν ήταν απίστευτα αποδοτικοί και συνάμα γρήγοροι, αλλά στον αντίποδα υστερούσαν εντελώς έναντι των V8 που αντικατέστησαν στον ήχο, ένα σήμα κατατεθέν του αθλήματος.
Σε συνέντευξή του το 2017 στο Wired, ο πρώην CEO Chase Carey έλεγε ευθαρσώς πως ήθελε «να μετατρέψει την F1 από μια πρωταρχικά εταιρεία μηχανοκίνητου αθλητισμού (motorsport company) σε μια μάρκα συνυφασμένη με την ψυχαγωγία (entertainment brand)». Προφανώς, η δήλωσή του δεν σηκώνει πολλή ανάλυση – ως άνθρωπος ξένος προς την ιστορία του σπορ (κάτι που δεν μπορούσε να ειπωθεί για τον Bernie), o Carey αλλά και η Liberty Media στο σύνολό της δεν είχε κανέναν ενδοιασμό μπροστά στο ενδεχόμενο να αλλάξει ακόμα και βασικές συνιστώσες του…
…όπως τις κατατακτήριες, οι οποίες φέτος επαναπροσδιορίστηκαν σε 3 σιρκουί (Silverstone, Monza, Interlagos) ως sprint qualifying, έναν αγώνα μισής ώρας σε διάρκεια ο οποίος θα καθόριζε την σειρά εκκίνησης στον παραδοσιακό αγώνα της Κυριακής. Το σκεπτικό ήταν απλό: με έναν δεύτερο αγώνα το Σάββατο, το ενδιαφέρον θα μεγάλωνε και το θέαμα θα γινόταν καλύτερο, ειδικά για τους πιο casual φίλους του σπορ οι οποίοι ίσως να βαριούνται την πιο τυπική διαδικασία του qualifying.
Πρέπει να αναφερθεί και η δημόσια συζήτηση που είχαν οι ιθύνοντες του σπορ το 2020 για την θέσπιση αγώνων reverse grid τα Σάββατα, ιδέα η οποία όμως δεν μπόρεσε να πάρει την ομόφωνη αποδοχή όλων των εμπλεκομένων και απορρίφθηκε.
Ομοίως άλλαξε και η επικοινωνιακή πολιτική του σπορ: όταν το 2017 ανακοινώθηκε η συμφωνία μεταξύ της F1 και της δημοφιλούς πλατφόρμας Netflix για την δημιουργία μιας σειράς βασισμένης στην επόμενη σεζόν, λίγοι περίμεναν το τι θα ακολουθούσε.
Πλέον, το Drive to Survive αποτελεί βασικό επικοινωνιακό πόλο του σπορ, γεγονός που από την μια έχει φέρει μια εκτόξευση του ενδιαφέροντος στην Αμερική και όχι μόνο, από την άλλη όμως επηρεάζει άμεσα και το πως οι προερχόμενοι από αυτό θεατές αντιλαμβάνονται το άθλημα.
Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να παραφράσουμε την πασίγνωστη φράση του Marshall McLuhan «το μέσο είναι το μήνυμα (the medium is the message)» ως «το μέσο αλλάζει το μήνυμα». Όταν το μέσο (DtS) παρουσιάζει μια Formula 1 με δράση σε κάθε στροφή, γεμάτη ίντριγκες και κόντρες μεταξύ οδηγών σε υπερθετικό βαθμό – πράγματα τα οποία οποιοσδήποτε έχει παρακολουθήσει μια σεζόν του σπορ ξέρει πως δεν ισχύουν – και ακολούθως πείθει έτσι τον θεατή να ασχοληθεί περισσότερο με το μήνυμα (τη F1), τότε η τελευταία μπορεί να πιεστεί προκειμένου να ανταπεξέλθει στην εικόνα που έχει δημιουργηθεί για εκείνη, δημιουργώντας με τη σειρά της θέαμα εκεί που δεν υπάρχει.
Καταλάβατε που πάει το πράγμα, έτσι;
Αν υπάρχει κάποιο θέμα με την αντιμετώπιση της περιβόητης πλέον απόφασης του Michael Masi στον τελευταίο αγώνα του Abu Dhabi να αφήσει μερικά μόνο μονοθέσια να περάσουν το αυτοκίνητο ασφαλείας, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την μονομαχία του τελευταίου γύρου μεταξύ των δύο διεκδικητών του τίτλου, αυτό δεν βρίσκεται στην αντιμετώπιση από τους οπαδούς των δύο οδηγών (οι μεν το θεώρησαν ληστεία, οι δε δικαιοσύνη), ούτε σε τυχόν παρανομία ή μη της ίδιας της απόφασης, αλλά στη φύση αυτής – τι ώθησε τον αλυτάρχη του αγώνα να χρησιμοποιήσει έναν άγνωστο στους περισσότερους κανονισμό προκειμένου να δημιουργήσει μια μονομαχία τίτλου από το πουθενά;
Και πριν ανοίξουμε αυτό το θέμα, μια αναγκαία παρένθεση: ναι, η αποτυχία του Michael Masi να μπει στα παπούτσια του Charlie Whiting αποτελεί επίσης ένα πολύ μεγάλο ζήτημα – με τον παλιό μηχανικό της Brabham να είχε κερδίσει τον σεβασμό αλλά και την αποδοχή όλων προς τις αποφάσεις του, είναι φανερό πως ο Αυστραλός πρώην αλυτάρχης των F2/3 δεν τυγχάνει της ίδιας αντιμετώπισης. Δυστυχώς όμως, μιλάμε για μια θέση τόσο δύσκολη ως προς τα καθήκοντα της, που η εύρεση διαδόχου του Masi σε ενδεχόμενη απόλυσή του δεν είναι καθόλου εύκολη.
Ας πάμε τώρα πίσω στη συγκεκριμένη απόφαση του Αυστραλού, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα που αποτελείται από όσα είπαμε παραπάνω: η θέληση της Liberty για τεχνητή αύξηση του θεάματος έφερε τους αγώνες sprint αλλά και το Drive to Survive, του οποίου η εικόνα επηρέασε τόσο το σπορ που ο αλυτάρχης θεώρησε σωστό να παρακάμψει ό,τι προηγούμενο υπήρχε προκειμένου να δημιουργήσει μια θεαματική/δραματική κατάσταση.
Άλλωστε, η Formula 1 δεν είναι ένα σπορ ξένο ως προς τα δραματικά φινάλε ή/και τα αμφιλεγόμενα, για αυτό και η συγκεκριμένη απόφαση πάρθηκε χωρίς πολλά-πολλά, ειδικά από τη στιγμή που το γενικότερο κλίμα πλέον μεγεθύνει το δράμα. Σε μια υποθετική ζυγαριά μεταξύ του «θεάματος» και του «racing», το πρώτο ξεκάθαρα υπερίσχυσε.
Κοινώς, ο Masi είδε από το πουθενά μπροστά του μια ευκαιρία να δώσει στην τρομερή φετινή σεζόν ένα ανεπανάληπτο τέλος – και την άδραξε, χωρίς να ενδιαφερθεί για τα περαιτέρω.
Επιστρέφοντας στο tweet του J.R Hildebrand με το οποίο ξεκίνησε το κείμενο, θα δούμε πως ο βετεράνος οδηγός λέει ευθέως ότι η Formula 1 δεν έχει κατασταλάξει σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα.
Δεν είναι σκοπός του κειμένου να υιοθετήσει τη μία ή την άλλη πλευρά – ακόμη και αν η F1 ιστορικά έβαζε την απόδοση και το racing πάνω από το θέαμα – καθώς και οι δύο πλευρές έχουν θετικά και αρνητικά σημεία, τα οποία δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ.
Παρόλα αυτά, είναι εμφανές ότι το σπορ στο σύνολό του προσπαθεί να «πατήσει σε δύο βάρκες»: από την μία να κρατήσει τον χαρακτήρα του «pure racing» που το διέπει στα περισσότερα από 70 χρόνια διεξαγωγής του, και από την άλλη να είναι τελείως χαλαρό/μη συνεπές στους κανόνες που το διέπουν προς τέρψιν του θεάματος, γεγονός που όμως το πηγαίνει αυτόματα προς την αντίθετη κατεύθυνση – μιλάμε για δύο ασύμβατες μεταξύ τους επιλογές.
Από την αλλαγή των ορίων της στροφής 4 στον εναρκτήριο αγώνα του Bahrain 3 (!) φορές σε ένα τριήμερο μέχρι τους ασαφείς ακόμη κανόνες για VSC/SC/κόκκινη σημαία, και από την ανοχή σε διάφορα περιστατικά (κυρίως) του Max Verstappen έως την ανυπόφορη γκρίνια των team directors δημόσια απέναντι στον Michael Masi, τα όρια στα οποία κινούνται ομάδες και οδηγοί είναι στην καλύτερη δυσδιάκριτα.
Έστω πως η απόφαση στον τελευταίο αγώνα γινόταν στο NASCAR, ένα σπορ το οποίο ούτως ή άλλως έχει μια παρόμοια συνθήκη με τα λεγόμενα «invisibility cautions», όταν μαζεύεται το grid εξαιτίας ενός θραύσματος που…δεν υπάρχει (ή στην καλύτερη είναι ακίνδυνο)(1), και τα οποία γίνονται όλως παραδόξως όταν ένας αγώνας τελειώνει και δεν υπάρχει μάχη για τη νίκη.
Σε αυτή την περίπτωση οι αντιδράσεις θα ήταν σαφώς μικρότερες, για τον απλούστατο λόγο πως η ίδια η νοοτροπία του NASCAR επιτρέπει και ενθαρρύνει τέτοιες καταστάσεις – η έμφαση στο θέαμα έναντι του racing είναι αποδεκτή από τους περισσότερους θεατές. Το ίδιο θα γινόταν και στη Formula 1 εάν υπήρχε μια ξεκάθαρη κατεύθυνση την οποία ακολουθούσε σαν άθλημα – είτε με την έμφαση στο racing (όπου δεν θα γινόταν κάτι τέτοιο) είτε στη ψυχαγωγία (όπου θα θεωρείτο μέρος του παιχνιδιού).
Ήταν μια κακή απόφαση; Ναι, όχι μόνο επειδή αδίκησε σαφώς τον ένα οδηγό και ευνόησε σαφώς τον άλλο, αλλά και επειδή ήταν σε πλήρη αντίθεση με την μέχρι τώρα φιλοσοφία της Formula 1. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα και ο Toto Wolff δήλωσε περί του θέματος πως «το θέμα δεν είναι ο Masi, αλλά η αστάθεια στις αποφάσεις». Έχει δίκιο: το πιο εύκολο σενάριο (για ΄όλους τους εμπλεκομένους) θα ήταν η αποπομπή του ούτως ή άλλως αναλώσιμου Αυστραλού, με το θέμα να κλείνει κάπου εκεί και την εμπιστοσύνη των ομάδων/οδηγών/θεατών να επιστρέφει – αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο από έναν Masi.
Ευχής έργον θα ήταν τα γεγονότα του τελευταίου αγώνα να αποτελέσουν το σημείο μηδέν, στο οποίο η F1 σαν οργανισμός θα κοιτάξει στον καθρέφτη και θα αποφασίσει ποια πορεία θα ακολουθήσει στο μέλλον.
Πραγματικά, με το 2022 να σηματοδοτεί μια νέα εποχή στα μονοθέσια, τα social media και το DtS να δίνουν τεράστιες μελλοντικές δυνατότητες ανάπτυξης και το συνολικό ενδιαφέρον να βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο μετά την τρομερή περσινή σεζόν, τώρα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Formula 1 να επιλέξει σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί: θα ακολουθήσει τον παραδοσιακό δρόμο του racing υπεράνω όλων, ή θα εισάγει νέα ήθη και έθιμα τα οποία θα την μετακινήσουν προς μια πιο entertainment κατεύθυνση;
Όπως και να ‘χει, η ντεμί, ενδιάμεση κατάσταση την οποία βιώνουμε τώρα μπορεί μόνο να βλάψει το σπορ σε βάθος χρόνου, τόσο σε αθλητικό επίπεδο όσο και σε αυτό του θεάματος. Άλλωστε, «όποιος πατάει σε δύο βάρκες», λέει ο θυμόσοφος λαός μας, «στο τέλος πέφτει στο νερό».
(1) Εξυπακούεται πως η σύγκριση γίνεται στην επιμέρους χειραγώγηση των αγώνων από τους ιθύνοντες, και όχι σε τυχόν εσκεμμένο τρακάρισμα του Latifi